σαλαξ

σαλαξ
    σάλαξ
    -ακος ὅ решето для руды, грохот Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σαλαξ" в других словарях:

  • σάλαξ — miner s sieve masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλαξ — ακος, ὁ, Α κόσκινο τών μεταλλουργών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + εκφραστικό επίθημα αξ (πρβλ. λίθ αξ, μύλ αξ, ψύδρ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • σαλάκων — σάλαξ miner s sieve masc gen pl σαλάκων pretentious person masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλακα — σάλαξ miner s sieve masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλαγξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ἀγαθὸς καὶ μεταλλικὸν σκεῡος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, ακος «κόσκινο τών μεταλλουργών», με εκφραστικό έρρινο ένθημα γ ] …   Dictionary of Greek

  • σαλάκων — ωνος, ὁ, Α ματαιόδοξος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, ακος «κόσκινο» + κατάλ. ων (πρβλ. γάστρ ων)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»